- αθροίζομαι
- αθροίζομαι, αθροίστηκα, αθροισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εξαθροίζομαι — ἐξαθροίζομαι (Α) [αθροίζομαι] συγκεντρώνω και ανασυντάσσω τους στρατιώτες που έφυγαν από τη μάχη … Dictionary of Greek
ηθροισμένως — ἠθροισμένως (Α) επίρρ. (Υλώσσ. τού Ησύχ. για τη λ. αγεληδόν) κατ αγέλας, κοπαδιαστά, ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηθροισμένος τού ρ. αθροίζομαι] … Dictionary of Greek
προσυνάγω — Α (συν. το παθ.) προσυνάγομαι αθροίζομαι προηγουμένως («ὁ προσυναχθεὶς ἀριθμός», Βέττ. Βαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνάγω «συναθροίζω, συγκεντρώνομαι»] … Dictionary of Greek